Ευρετήριο Άρθρου |
---|
Το δίλημμα του κρατουμένου και η προστασία του περιβάλλοντος |
Η συγκεντρωτική λύση |
Ο κανόνας της ανταπόδοσης |
Όλες οι Σελίδες |
Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, η πρώτη λύση ήταν η πιο δημοφιλής. Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο αντιδρούσαν στην ύπαρξη κάθε προβλήματος κοινωνικού αγαθού με θέσπιση κανονισμών, ελέγχους και κρατικοποιήσεις. Στην Ινδία, η κυβέρνηση εθνικοποίησε τα δάση και τους βοσκότοπους που παραδοσιακά ανήκανε στις κοινότητες, και τα έθεσε υπό κεντρικό γραφειοκρατικό έλεγχο ο οποίος έδρευε πάρα πολύ μακριά.
Αυτό το σύστημα θα μπορούσε να είχε δουλέψει, αν οι κυβερνήσεις ήταν αποτελεσματικές και αδιάφθορες, και διέθεταν άπειρους πόρους για να πραγματοποιούν τα σχέδιά τους. Αλλά τελικά η πολιτική αυτή έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα, γιατί το δάσος δεν ήταν πια ούτε καν συλλογική ιδιοκτησία του τοπικού χωριού. Έτσι η υπερβόσκηση, η λαθροθηρία, η λαθροϋλοτομία εντάθηκαν -το κόστος πλέον είχε εξωτερικευτεί όχι απλά στους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού αλλά σε ολόκληρη τη χώρα.
Ανάλογη δομή αντιρρυπαντικών κανονισμών διαθέτουν και οι ΗΠΑ. Γραφειοκράτες αποφασίζουν, ανταποκρινόμενοι σε πιέσεις από ομάδες πίεσης, ακριβώς ποια επίπεδα ρύπανσης να επιτρέψουν, συνήθως μη δίνοντας κανένα κίνητρο για περικοπές κάτω του ελάχιστου επιπέδου, και ακόμη εξειδικεύουν τις τεχνολογίες που θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν (η αποκαλούμενη πολιτική της "καλύτερης διαθέσιμης τεχνολογίας").
Αυτό δημιουργεί αντίστροφα κίνητρα για τους ρυπαίνοντες, γιατί κάνει τη ρύπανση ελεύθερη μέχρι το ελάχιστο όριο, και δεν υπάρχει κίνητρο να μειωθεί περισσότερο. Όποιος λοιπόν φροντίζει από μόνος του να ρυπαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο, τιμωρείται σε σχέση με αυτόν που απλά ακολουθεί τον κανονισμό.
Έχει αποδειχθεί μάλιστα ότι με ένα ποσοστό μόνο των χρημάτων που δαπανά μια μεγάλη εταιρία για να ακολουθήσει τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς της κυβέρνησης, θα μπορούσε να πετύχει πολλαπλάσιο αποτέλεσμα με ορθολογική χρήση.
Μια άλλη μέθοδος, μεταξύ παρεμβατισμού και ιδιωτικοποίησης, είναι να επιτρέπεται σε κάθε εταιρεία να παράγει ρυπαντές εάν θέλει, αλλά για κάθε τιμή πάνω από το μηδέν θα πρέπει να πληρώνει κάποιο ποσό (ρυπαντικά τέλη) στην κυβέρνηση. Έτσι η μεν εταιρεία θα έχει κίνητρο να διατηρεί τη ρύπανση σε χαμηλά επίπεδα, η δε κυβέρνηση θα έχει κάποια χρήματα να δαπανήσει σε φιλοπεριβαλλοντική πολιτική. Το 1990 η Clean Air Act θέσπισε μια αγορά εμπορεύσιμων αδειών ρύπανσης για εκπομπές διοξειδίου του Θείου.
Οι παγίδες της ιδιωτικοποίησης
Επειδή η ιδιωτικοποίηση ενός κοινωνικού αγαθού μπορεί να εσωτερικεύσει το κόστος της καταστροφής του, οι οικονομολόγοι με αυξανόμενη συχνότητα προτείνουν την ιδιωτικοποίηση ως τη λύση για τα προβλήματα των κοινωνικών αγαθών.
Οι ιδιωτικοποιήσεις όμως έχουν τα δικά τους μειονεκτήματα. Η προσπάθεια περίφραξης των κοινοτικών γαιών στην Μ. Βρετανία, στις αρχές της βιομηχανικής εποχής, προκάλεσε τουλάχιστον τρεις σοβαρές εξεγέρσεις μικροκτηματιών που έχαναν την παραδοσιακό τους δικαίωμα πρόσβασης σε αυτές. Το ίδιο θα συνέβαινε και σήμερα σε ανάλογες περιπτώσεις.
Πάλι, πως θα μπορούσε να ιδιωτικοποιηθεί η προστασία των φαλαινών για παράδειγμα; Το πιθανότερο είναι ότι οι φαλαινοθήρες θα ήταν σε θέση να πληρώσουν πολύ περισσότερα χρήματα από όσα θα μπορούσαν αυτοί που θα συνεισέφεραν κάποιο ποσό για την προστασία τους ή θα πλήρωναν για να τις απολαμβάνουν να ζουν ελεύθερες.
Ομοίως, αν έβγαζαν στο σφυρί τα εθνικά πάρκα, πολύ περισσότερα χρήματα θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν αυτοί που σκοπεύουν να ανοίξουν εκεί ορυχεία, παραδείγματος χάριν, παρά αυτοί που θα ήθελαν να διατηρήσουν το πάρκο ανέγγιχτο, με ελεύθερη πρόσβαση για το κοινό.
Ακόμη περισσότερο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ορθολογικότητα θα ωθούσε έναν ιδιώτη ιδιοκτήτη ενός περιβαλλοντικού δημόσιου αγαθού να το προστατεύσει ή να το διαχειριστεί βιώσιμα. Πριν τριάντα χρόνια ένας μαθηματικός, ο Colin Clark, έγραψε ένα άρθρο στο περιοδικό Science, αποδεικνύοντας ότι κάτω από ορισμένες περιστάσεις θα ήταν οικονομικά συμφερότερο να εξαλείψει ο επιχειρηματίας τις φάλαινες.
Καθώς τα κέρδη από τόκους ή από το χρηματιστήριο επέτρεπαν (τότε) στα χρήματα να αυξηθούν πολύ ταχύτερα από όσο τους το επέτρεπε ο ρυθμός αναπαραγωγής των φαλαινών, ακόμη και κάποιος που θα διέθετε ένα ορισμένο παγκόσμιο μονοπώλιο στην εκμετάλλευση των φαλαινών, είναι αμφίβολο εάν θα τον συνέφερε να ασχοληθεί με μια βιώσιμη εκμετάλλευση των ζώων. Θα ήταν περισσότερο κερδοφόρο να τις σκοτώσει όλες και να τις πουλήσει, μαζί με τον εξοπλισμό, και να καταθέσει τα κέρδη στην τράπεζα για να καρπωθεί τους τόκους.
Η επίκληση στην ανθρώπινη φύση
Πολλοί πάλι επιμένουν να επικαλούνται την καλή ανθρώπινη φύση. Κάνουν έκκληση σε ηθικές αρχές, το κοινό ή μελλοντικό συμφέρον της ανθρωπότητας, καλώντας σε θυσίες και αυτοπεριορισμούς. Αυτή είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται π.χ. συχνά από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Και όμως, οι περιβαλλοντιστές δεν θα έπρεπε πραγματικά να πιστεύουν ότι αρκεί απλώς μια αύξηση της συνειδητοποίησης για να αλλάξει ο κόσμος. Σχεδόν οι μόνες περιπτώσεις όπου πράγματι θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι πέτυχαν πολλά μέσω της ηθικής πειθούς είναι οι εκστρατείες εναντίον της ένδυσης με γούνες και της χρήσης ελεφαντόδοντου. Στην περίπτωση αυτή η ντροπή αποδείχτηκε τόσο αποτελεσματική ως κίνητρο, όσο τα χρήματα σε άλλες περιπτώσεις. Οι γούνες όμως είναι πολυτέλειες.
Η ανακύκλωση πάλι, είναι γνωστό ότι δουλεύει καλύτερα συνδυασμένοι με οικονομικά κίνητρα ή νομικές κυρώσεις. Ακόμη και μια μικρή επιστροφή χρημάτων μπορεί να αλλάξει δραματικά το ποσό των υλικών που ανακυκλώνονται από ένα νοικοκυριό. Τα φιλανθρωπικά σωματεία άλλωστε γνωρίζουν από καιρό ότι οι άνθρωποι είναι πιο πρόθυμοι να κάνουν δωρεές εάν ανταμείβονται, ακόμη και με ένα αυτοκόλλητο ή μια κονκάρδα.
Υπεισέρχεται λοιπόν ένας νέος όρος, αυτός της ανταπόδοσης. Αφού μιλάμε για την ανθρώπινη φύση, ας ανατρέξουμε στην επιστήμη της Βιολογίας. Οι βιολόγοι παλιά εξηγούσαν τη συμπεριφορά των ζώων με όρους όπως το "καλό του είδους". Τώρα, η εξελικτική βιολογία έχει μετασχηματιστεί από την έννοια του "εγωιστικού γονίδιου", που εκλαϊκεύτηκε από τον Ρίτσαρντ Ντώκινς.
Ο βασικός του ισχυρισμός είναι ότι τα ζώα, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, δρουν αλτρουιστικά μόνο όταν αυτό φέρνει κάποιο όφελος σε αντίγραφα των δικών τους γενών. Αυτό συμβαίνει σε δύο περιστάσεις: όταν ο αλτρουιστής και ο ευεργετούμενος είναι κοντινοί συγγενείς (όπως οι μέλισσες σε μια κυψέλη), και όταν ο αλτρουιστής είναι σε θέση να λάβει επιστροφή της χάρη σε μελλοντικό χρόνο. (αφετηρία της θεωρίας: Adaptation and Natural Selection (1966) του George Williams)
Ανάλογη επίδραση είχε και στις οικονομικές επιστήμες το βιβλίο Logic of Collective Action του Mancur Olson, ο οποίος αμφισβήτησε την άποψη ότι τα άτομα θα προσπαθούσαν ποτέ να προωθήσουν τα συλλογικά τους συμφέροντα μάλλον παρά τα βραχυπρόθεσμα ατομικά τους συμφέροντα.
< Προηγούμενο | Επόμενο > |
---|