Οικολογική Επιθεώρηση

  • Μεγαλύτερο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Προκαθορισμένο μέγεθος γραμματοσειράς
  • Μικρότερο μέγεθος γραμματοσειράς

Επιδοτήσεις: κάποιες είναι στρεβλές

E-mail Εκτύπωση
Οι επιδοτήσεις συζητιούνται συχνά μεταξύ πολιτικών, επιστημόνων, ΜΜΕ, συλλογικών φορέων και πολιτών, ιδιαίτερα όταν επίκεινται ή γίνονται αλλαγές στο σύστημα παροχής τους. Τόσο οι χορηγοί όσο και οι δικαιούχοι τις θεωρούν γενικά ως επιθυμητές και ευεργετικές. Σπάνια θίγεται το γεγονός ότι αρκετές επιδοτήσεις δεν είναι πάντα ωφέλιμες επειδή είναι ... στρεβλές.

Το ζήτημα των στρεβλών επιδοτήσεων ήρθε στην επιφάνεια παγκόσμια τη δεκαετία του 1990 με ορόσημο ίσως τη μελέτη του καθηγητή της Οξφόρδης Norman Myers και της Jennifer Kent «Perverse Subsidies: How Tax Dollars Can Undercut the Environment and the Economy».

Επιφανείς οικονομολόγοι έχουν αναλύσει το θέμα στα πλαίσια διαβουλεύσεων του ΟΟΣΑ, της Διεθνούς Τράπεζας, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κ.λπ. Μη κυβερνητικές οργανώσεις (π.χ. WWF, ΕΕΒ, WRI) έχουν ζητήσει την τροποποίηση τους.

Κοινή διαπίστωση των αναλυτών είναι ότι εξακολουθούν να διατίθενται τεράστια ποσά δημόσιων πόρων σε επιδοτήσεις οι οποίες προκαλούν δυσλειτουργίες στην οικονομία, βλαβερές επιπτώσεις στο περιβάλλον και κοινωνικές ανισότητες γενικότερα, δεν προάγουν την αειφόρο ανάπτυξη και βλάπτουν το συμφέρον της κοινωνίας συνολικά.

Το παρακάτω σημείωμα παρουσιάζει σύντομα τη συζήτηση για τις στρεβλές επιδοτήσεις, εξετάζει επιλεγμένες επιδοτήσεις στην Ελλάδα και θέτει το ζήτημα της ορθής αξιολόγησης και αναμόρφωσης τους.

Τι είναι οι στρεβλές επιδοτήσεις

Το κράτος παρεμβαίνει συχνά στην αγορά με άμεσες ή/και έμμεσες επιδοτήσεις σε παραγωγούς και καταναλωτές για να αυξήσει την παροχή δημόσιων αγαθών, να σταθεροποιήσει τα επίπεδα παραγωγής, να στηρίξει τα εισοδήματα παραγωγών και καταναλωτών, να αυξήσει την παραγωγικότητα και να δημιουργήσει οικονομικά οφέλη με την διεύρυνση του εμπορίου. Οι επιπτώσεις των επιδοτήσεων μπορεί να είναι ωφέλιμες για όλους: παραγωγούς, καταναλωτές, περιβάλλον.

Αναλύσεις όμως σε πολλούς οικονομικούς κλάδους (γεωργία, αλιεία, δασικός τομέας, ενέργεια, μεταφορές, βιομηχανία, αναψυχή), από το παγκόσμιο μέχρι το τοπικό επίπεδο, έδειξαν ότι υπάρχουν επιδοτήσεις που όχι μόνο δεν ωφελούν τους αποδέκτες τους αλλά έχουν σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές αρνητικές επιπτώσεις. Είναι, δηλαδή, στρεβλές.

Οι στρεβλές επιδοτήσεις αυξάνουν τις οικονομικές υποχρεώσεις του κράτους και οδηγούν σε υψηλότερους φόρους, υψηλότερες τιμές και αύξηση του δημόσιου ελλείμματος. Οι επιδοτήσεις, ιδιαίτερα του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, υποσκάπτουν τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και δεν ευνοούν την τεχνολογική πρόοδο γιατί οι επιδοτούμενοι δεν έχουν κίνητρο για καινοτομική δραστηριότητα προς περισσότερο αποδοτικές και περιβαλλοντικά φιλικές τεχνολογίες και πρακτικές (π.χ. εξοικονόμησης ενέργειας, υλικών και χρόνου, προστασίας περιβάλλοντος).

Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των στρεβλών επιδοτήσεων απορρέουν από τις μεταβολές που επιφέρουν στα πρότυπα παραγωγής ή κατανάλωσης και στην τεχνολογική πρόοδο όταν δεν εφαρμόζονται μέτρα προστασίας περιβάλλοντος. Επιδοτήσεις που μειώνουν το λειτουργικό κόστος παραγωγής (π.χ. ενέργειας, νερού, πρόσβασης σε φυσικούς πόρους) ουσιαστικά αμείβουν τον ρυπαίνοντα, δεν βοηθούν να «εσωτερικευθεί» το κόστος της περιβαλλοντικής βλάβης και ευνοούν πρακτικές καταστροφικές για το περιβάλλον. Έτσι το κόστος άμβλυνσης και αποκατάστασης της βλάβης μεταφέρεται στο σύνολο της κοινωνίας.

Τεχνητά χαμηλές τιμές (επιδοτούμενων) προϊόντων δεν αντανακλούν το κόστος παραγωγής και κατανάλωσης και τη σπανιότητα των πόρων, ευνοούν την υπερπαραγωγή και την υπερκατανάλωση και οδηγούν σε υποβάθμιση των πόρων και περιβαλλοντική βλάβη. Η περιβαλλοντική υποβάθμιση συχνά ωθεί σε υιοθέτηση περιβαλλοντικά ακατάλληλων πρακτικών που επιλέγονται είτε σαν στρατηγική επιβίωσης (σε περιπτώσεις παρατεταμένης φτώχειας) είτε σαν επιλογή με άμεσο οικονομικό όφελος (π.χ. πωλήσεις γης για οικιστική και τουριστική ανάπτυξη). Με τον τρόπο αυτό, καταστρέφεται το φυσικό κεφάλαιο από το οποίο εξαρτάται η μελλοντική ευημερία των τοπικών κοινωνιών και, αναπόφευκτα, διαβρώνεται το κοινωνικό κεφάλαιο (μειώνεται το αίσθημα κοινότητας και εμπιστοσύνης, αυξάνεται η διαφθορά).

Στρεβλές επιδοτήσεις σε επιλεγμένους κλάδους

Γεωργία. Οι γεωργικές επιδοτήσεις είναι οι περισσότερο συζητημένες γιατί αντιπροσωπεύουν τον μεγαλύτερο όγκο επιδοτήσεων παγκόσμια και έχουν τις περισσότερο αρνητικές επιπτώσεις. Πολλές μελέτες έδειξαν ότι ενώ προωθούνται για την ευημερία των αγροτών, στην πραγματικότητα ωφελούν περισσότερο τις μεγάλες παρά τις μικρές (οικογενειακές) αγροτικές επιχειρήσεις ενόσω συνδέονται με τον όγκο παραγωγής ή πρώτων υλών. Μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των τελικών τιμών των αγροτικών προϊόντων και σε λιγότερες δουλειές στη γεωργία. Η επιδοτούμενη γεωργία στις πλούσιες χώρες δημιουργεί άνισο ανταγωνισμό τον οποίο οι φτωχές χώρες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν με εντατικοποίηση της γεωργίας.

Οι πρακτικές εντατικοποίησης (και μονοκαλλιέργειας) της γεωργίας (χρήση αγροχημικών, βαρέων γεωργικών μηχανημάτων, μείωση αγραναπαύσεων, κ.λπ.) έχουν προκαλέσει σοβαρότατες, συνήθως αλληλένδετες και συχνά μη αναστρέψιμες, επιπτώσεις σε φυσικούς πόρους και περιβαλλοντικούς αποδέκτες όπως: εξάντληση και υποβάθμιση των υδατικών και εδαφικών πόρων (διάβρωση, ρύπανση εδάφους, ευτροφισμός, ρύπανση υδάτων, πτώση της στάθμης και υφαλμύρωση των υδροφορέων), με συνέπειες στον κύκλο του άνθρακα, τη συγκράτηση νερού και την αντοχή σε ξηρασία, αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου, μείωση της βιοποικιλότητας, εξαφάνιση παραδοσιακών ποικιλιών φυτικών και ζωικών ειδών, καταστροφή σπάνιων οικοτόπων και αλλοίωση του τοπίου.

Οι Myers και Kent εκτίμησαν το ετήσιο κόστος της εδαφικής διάβρωσης σε 150 δις. δολάρια και το ετήσιο κόστος της βλάβης από εντομοκτόνα σε 150 δις. δολάρια, αποκαλύπτοντας έτσι το μέγεθος των «κρυφών» επιδοτήσεων που πλησιάζει αυτό των φανερών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ΚΑΠ και οι χρηματοδοτήσεις των Διαρθρωτικών Ταμείων οδήγησαν στην εντατικοποίηση της γεωργίας, στην επέκταση της σε περιοχές με σοβαρούς περιβαλλοντικούς περιορισμούς (π.χ. ξηρές ή ημί-ξηρες), στην αποψίλωση δασών και στην αποξήρανση υγροτόπων με δραματικές συνέπειες για τους ευαίσθητους υδατικούς και εδαφικούς πόρους της Μεσογείου.

Μεγάλα δίκτυα μεταφορών. Είναι από τις περισσότερο γενναία επιδοτούμενες δραστηριότητες από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ταμείο Συνοχής), τη Διεθνή Τράπεζα, και τις G8 χώρες, με το σκεπτικό ότι προάγουν την ανάπτυξη σε όλα τα επίπεδα. Συνήθως αυτά τα δίκτυα εξυπηρετούν μεγάλες επιχειρήσεις και ισχυρούς οικονομικούς κλάδους. Ευνοούν τη χρήση ιδιωτικών μέσων μεταφοράς, αποθαρρύνοντας, συνεπώς, τις επιλογές άλλων μέσων και ωφελώντας τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Προκαλούν άμεση και έμμεση αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, εντατική χρήση των πόρων, και σοβαρές βλάβες σε οικοσυστήματα (όπως τα τροπικά δάση), στο τοπίο (κατακερματισμός) και στη βιοποικιλότητα.

Ενέργεια. Άλλος ένας μαζικά επιδοτούμενος κλάδος ετήσιου ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Συνήθως ευνοούνται μεγάλα έργα συμβατικών μορφών ενέργειας και η μείωση της τιμής των αντίστοιχων καυσίμων. Έτσι, ενθαρρύνεται η κατανάλωση τους, εντείνονται η ατμοσφαιρική (όξινη βροχή, ατμοσφαιρικό νέφος, παγκόσμια θέρμανση) και η υδατική ρύπανση, και υποσκάπτεται η προώθηση ανανεώσιμων μορφών ενέργειας.

Υπηρεσίες. Πολλοί κλάδοι υπηρεσιών, όπως μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεις αναψυχής (αθλητικά στάδια, θεματικά πάρκα, χιονοδρομικά κέντρα, γήπεδα γκολφ), επιδοτούνται άμεσα ή έμμεσα με το επιχείρημα ότι συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη. Η ένταση χρήσης πόρων και η μεγάλη κλίμακα τους έχουν προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις σε τοπικές οικονομίες και κοινωνίες καθώς και σοβαρή περιβαλλοντική βλάβη και υποβάθμιση.

Αναμόρφωση των στρεβλών επιδοτήσεων

Οι αρνητικές κοινωνικο-οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις των στρεβλών επιδοτήσεων οδηγούν στο λογικό συμπέρασμα ότι δεν συμβάλλουν στην αειφόρο ανάπτυξη και, έτσι, εκτρέπονται κρατικοί πόροι από καλύτερες δημοσιονομικές επιλογές. Ως εκ τούτου, εγείρεται το επίσης λογικό αίτημα να αναμορφωθούν είτε να διατίθενται με τρόπο που να επιτυγχάνεται ο ίδιος στόχος καλύτερα και να αποζημιώνονται αυτοί που χάνουν, είτε να διατεθούν τα ίδια χρήματα για άλλες δραστηριότητες που αποφέρουν βραχυχρόνια και μακροχρόνια οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη.

Οι Myers και Kent εκτιμούν ότι, αν καταργούνταν οι στρεβλές επιδοτήσεις, τα μισά κεφάλαια θα διευκόλυναν τις κυβερνήσεις να εξαλείψουν αμέσως τα ελλείμματα τους, να ανακατατάξουν τις δημοσιονομικές τους προτεραιότητες θεμελιωδώς και να αποκαταστήσουν το περιβάλλον καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο μέτρο. Οι James κ.ά. υπολόγισαν ότι η προστασία των φυσικών περιοχών παγκόσμια θα απαιτούσε μόνο 2% του ποσού των περιβαλλοντικά στρεβλών επιδοτήσεων. Η WWF ζήτησε πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Ένωση να τις αντικαταστήσει για να στηρίξει άμεσα το δίκτυο των προστατευόμενων περιοχών.

Οι προτάσεις για την αναμόρφωση των επιδοτήσεων περιλαμβάνουν μέτρα εφαρμογής κανονισμών, της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» και της προφύλαξης, τήρησης περιβαλλοντικών όρων, και θέσπισης ορίων στην εκμετάλλευση των πόρων.

Άλλα μέτρα είναι οι ανταλλάξιμες ποσοστώσεις, τα τέλη χρήσης προϊόντων και υπηρεσιών, οι πράσινοι φόροι, οι άδειες εκπομπής ρύπων, και οι περιβαλλοντικές επιδοτήσεις, όπως τα αγρο-περιβαλλοντικά μέτρα της ΚΑΠ, για υιοθέτηση διαχειριστικών πρακτικών που εξασφαλίζουν την προστασία του εδάφους, των υδάτων, της βιοιποικιλότητας, κ.λπ.

Η τελευταία τροποποίηση των επιδοτήσεων της ΚΑΠ, από εξαρτημένες από το επίπεδο παραγωγής σε άμεσες, «πολυ-λειτουργικές» πληρωμές στους αγρότες, δείχνει ότι είναι δυνατόν να επιτευχθούν κοινωνικοί στόχοι, με μικρότερη στρέβλωση της οικονομίας και παράλληλη συμβολή στην προστασία του περιβάλλοντος. Τέλος, έχει προταθεί η ανάπτυξη ενός πλαισίου οικονομικής πολιτικής μειωμένου κρατικού ελέγχου και απελευθέρωσης των αγορών που ενθαρρύνει την εξάλειψη των επιδοτήσεων.

Παρόλα τα πειστικά επιχειρήματα, οι προσπάθειες αναμόρφωσης των στρεβλών επιδοτήσεων συναντούν πολλές δυσκολίες. Η μεγαλύτερη ίσως είναι η σύσταση ομάδων πολιτών για στήριξη της αναμόρφωσης μέσα σε ένα περιβάλλον ισχυρής γραφειοκρατίας, διοικητικής αδράνειας και παρουσίας ισχυρών ομάδων συμφερόντων που ωφελούνται και πιέζουν υπέρ της διατήρησης των επιδοτήσεων (η περίπτωση της ΚΑΠ), ακόμα κι όταν έχει εκπληρωθεί ο σκοπός τους.

Συγχρόνως, ομάδες από «λομπίστες» στηρίζουν αυτά τα συμφέροντα, προωθώντας στενούς τομεακούς στόχους αντί για το δημόσιο συμφέρον. Επίσης, εγείρονται θέματα δικαιοσύνης σχετικά με το ποιος δεν θα παίρνει πλέον τι όπως κι ένα πλήθος πρακτικών ζητημάτων του πως θα δουλέψει η μείωση των στρεβλών επιδοτήσεων στην πράξη αν, π.χ., θα μειωθεί η ανταγωνιστικότητα των εγχώριων έναντι των ξένων επιχειρήσεων. Η πιο πιθανή προοπτική είναι η μέτρια, σταδιακή αναμόρφωση των επιδοτήσεων.

Η Ελληνική πραγματικότητα

Η συζήτηση και ο προβληματισμός για τις στρεβλές επιδοτήσεις στην Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει πάρει ακόμα την απαιτούμενη έκταση. Όμως, το θέμα είναι ίσως περισσότερο επίκαιρο από ποτέ με δεδομένες τις μεγάλες επιδοτήσεις που προβλέπει ο αναπτυξιακός Νόμος 3299/2004.

Παρ’ όλον ότι υπάρχουν αναλύσεις των οικονομικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων των επιδοτήσεων σε γεωργία, τουρισμό και έργα υποδομών (οδικοί άξονες, φράγματα, κ.λπ.) κυρίως, δεν υπάρχουν συστηματικές και ολοκληρωμένες μελέτες που να συνθέτουν και τις τρεις κατηγορίες επιπτώσεων: οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικο-πολιτιστικές. Παρακάτω εξετάζονται αδρά, με βάση την μέχρι τώρα εμπειρία, οι περιπτώσεις των επιδοτήσεων στη γεωργία και τον τουρισμό και τίθεται το ζήτημα διαμόρφωσης ενός πλαισίου προβληματισμού, συστηματικής εξέτασης και ορθής αξιολόγησης των επιδοτήσεων.

Γεωργικές επιδοτήσεις χορηγούνται τα τελευταία 25 χρόνια στην Ελλάδα στα πλαίσια της ΚΑΠ. Οι θετικές οικονομικές επιπτώσεις τους αφορούν κυρίως στη βελτίωση του εισοδήματος των αγροτών βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον.

Ανοικτά παραμένουν τα ερωτήματα αν συνέβαλαν (α) στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής γεωργίας και στην ανάπτυξη καινοτομικής δραστηριότητας, (β) στην προσφορά καλύτερης ποιότητας και τιμής αγροτικών προϊόντων και (γ) στη δημιουργία του απαραίτητου οικονομικού, κοινωνικού, θεσμικού και τεχνολογικού/γνωστικού κεφαλαίου που εγγυάται την αειφορική ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, την ικανότητα αντοχής και προσαρμογής του σε μεταβαλλόμενες παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες και συγκυρίες, και την εξασφάλιση ικανοποιητικής ποσότητας και ποιότητας τροφής στη χώρα.

Οι αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των γεωργικών επιδοτήσεων έχουν αναφερθεί προηγουμένως. Το οικονομικό αποτέλεσμα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης είναι η απώλεια σημαντικού φυσικού κεφαλαίου, η περιθωριοποίηση αρκετών εκτάσεων, η ακαταλληλότητα τους για αποδοτική γεωργική εκμετάλλευση, η αγροτική έξοδος, οι μεταβολές χρήσεων γης από αγροτική σε οικιστική και τουριστική χρήση που, με τη σειρά τους, προκαλούν άλλα προβλήματα. Η αναθεώρηση της ΚΑΠ αναμένεται να έχει θετικά αποτελέσματα όσον αφορά στην αναστροφή των επιπτώσεων των (στρεβλών) επιδοτήσεων. Αυτό, όμως, θα εξαρτηθεί και από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι επιδοτήσεις, όπως σχολιάζεται παρακάτω.

Άμεσες επιδοτήσεις στον τουρισμό χορηγούνται μέσω αναπτυξιακών νόμων που χρηματοδοτούνται από εθνικά και Κοινοτικά κονδύλια. Το Ελληνικό κράτος επιδοτεί την τουριστική ανάπτυξη από την δεκαετία του 1960. Ο πρόσφατος αναπτυξιακός νόμος 3299/2004 προβλέπει ισχυρότατες επιδοτήσεις, περισσότερο από τους προηγούμενους (1262/82, 1892/90, 2601/98), ιδιαίτερα για μεγάλα τουριστικά συγκροτήματα υψηλών προδιαγραφών και τις συναφείς ειδικές εγκαταστάσεις. Παράλληλα, έμμεσες επιδοτήσεις παρέχονται μέσω επιδοτήσεων άλλων κλάδων (π.χ. ενέργειας, έργων μεταφορών, φραγμάτων, σταθμών αφαλάτωσης και επεξεργασίας λυμάτων). Παρόλο που μέχρι πρόσφατα, η τουριστική δραστηριότητα αναπτύχθηκε σε σημαντικό βαθμό αυτόνομα με χρήση και ιδιωτικών πόρων, και οι επιπτώσεις της έχουν επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες, ο ρόλος των επιδοτήσεων ήταν καταλυτικός τόσο στην ανάπτυξη όσο και στο είδος και ένταση των επιπτώσεων του τουρισμού στις περισσότερες περιοχές της χώρας.

Οι μελέτες του ΚΕΠΕ ήδη από τις δεκαετίες του 1970 και 1980, όπως και η διεθνής βιβλιογραφία, έχουν τονίσει ότι η τουριστική δραστηριότητα, μολονότι αυξάνει τις εισπράξεις των επιχειρήσεων και έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη βραχυπρόθεσμα (αύξηση απασχόλησης και εισοδημάτων), συνοδεύεται από πληθωρισμό, διαρροή εσόδων στο εξωτερικό (της χώρας ή της τουριστικής περιφέρειας) και αυξημένο όγκο εισαγωγών διότι η χώρα δεν παράγει πολλά από τα προϊόντα που χρησιμοποιεί η τουριστική βιομηχανία. Οι διαρροές εσόδων είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος των επιχειρήσεων (που συνήθως δεν είναι τοπικές) και όσο μικρότερος είναι ο τουριστικός προορισμός.

Η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού έχει αρνητικές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις σε όλα τα χωρικά επίπεδα, ιδιαίτερα όταν οι οικονομίες δεν είναι καθετοποιημένες. Αναπτύσσεται εξάρτηση της τοπικής οικονομίας από την τουριστική ζήτηση η οποία είναι αβέβαιη και μεταβλητή επειδή επηρεάζεται από αστάθμητους παράγοντες όπως το κλίμα, τις κρατούσες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες και τον ανταγωνισμό άλλων προορισμών (που εντείνεται και από την υπερ-προσφορά κλινών). Η καινοτομική δραστηριότητα δεν ενθαρρύνεται ούτε δημιουργείται το απαραίτητο κεφάλαιο που εξασφαλίζει αειφορική ανάπτυξη.

Συγχρόνως, οι περιβαλλοντικές, κοινωνικο-οικονομικές και χωρικές επιπτώσεις του τουρισμού είναι σημαντικές: ατμοσφαιρική ρύπανση σε ήδη περιβαλλοντικά βεβαρυμένες περιοχές, ρύπανση και υποβάθμιση υδατικών πόρων, καταστροφή ευαίσθητων χερσαίων, παράκτιων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων, αστικοποίηση, υπερδόμηση παράκτιων περιοχών, άναρχη ανάπτυξη, αλλοίωση του παραδοσιακού τοπίου και της φυσιογνωμίας πολλών περιοχών, διάβρωση του κοινωνικού και πολιτιστικού κεφαλαίου. Παρόμοιες επιπτώσεις έχουν καταγραφεί και για ειδικές εγκαταστάσεις όπως χιονοδρομικά κέντρα και γήπεδα γκολφ. Η έντονη κλιματική μεταβολή αναμένεται να οξύνει αυτές τις επιπτώσεις στη Μεσόγειο.

Και στις δύο περιπτώσεις, των επιδοτήσεων σε γεωργία και τουρισμό, η «στρέβλωση» οφείλεται στην απουσία εφαρμόσιμων, αποτελεσματικών κανόνων χορήγησης τους ικανών να αποτρέψουν την εκδήλωση ή να μειώσουν τις αρνητικές επιπτώσεις τους. Κυρίως, όμως, οφείλεται στην αποσπασματική εφαρμογή τους σε ένα (παρατεινόμενο) κενό δημόσιου σχεδιασμού. Απουσιάζει, δηλαδή, η στοιχειώδης καθοδήγηση των αναπτυξιακών αποφάσεων ώστε οι επιδοτήσεις στους διάφορους τομείς να συνδυάζονται, να συντίθενται και να συντονίζονται μεταξύ τους για να υποστηρίζουν δραστηριότητες που ευνοούν τη διατήρηση του φυσικού και κοινωνικού κεφαλαίου, θεμελιακή προϋπόθεση για την αειφόρο ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών, των περιφερειών και της χώρας στο σύνολο της. Έτσι κατασπαταλώνται σημαντικότατα ποσά τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν έναν υγιή χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό όπως προτείνεται παρακάτω.

Με δεδομένη τη σημαντική εμπειρία του παρελθόντος, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι οι επιδοτήσεις του αναπτυξιακού νόμου 3299/2004 δεν έχουν τύχει της δέουσας ανάλυσης και αξιολόγησης. Ενδέχεται αρκετές από αυτές να είναι στρεβλές λόγω των κινδύνων που εγκυμονούν για την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.

Ως εκ τούτου κρίνεται απαραίτητη η ανάληψη δράσης, μέσα από δημόσιες και διαφανείς διαδικασίες, για τη συστηματική εξέταση και πολυ-διάστατη αξιολόγηση των επιδοτήσεων σε όσους κλάδους αφορούν για να: (α) καταγραφούν και ερμηνευθούν τα δομικά και διαδικαστικά χαρακτηριστικά τους, (β) εκτιμηθούν οι οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους, όσο είναι εφικτό, (γ) συγκριθούν τα μεγέθη των επιδοτήσεων και των επιπτώσεων τους και (δ) διερευνηθούν εναλλακτικές χρήσεις των διαθέσιμων πόρων που επιτυγχάνουν πολλαπλούς σκοπούς χωρίς αρνητικές επιπτώσεις. Η εκτίμηση των επιπτώσεων των επιδοτήσεων και των εναλλακτικών χρήσεων θα συμβάλλει, μαζί με πολλούς άλλους παράγοντες, στην αποδοχή της ανάγκης, ή μη, αναμόρφωση τους προς την κατεύθυνση της βέλτιστης αξιοποίησης των διαθέσιμων πόρων.

Οι εναλλακτικές χρήσεις των επιδοτήσεων, η κρισιμότερη παράμετρος στην προτεινόμενη διαδικασία, θα πρέπει να απορρέουν από μια διαδικασία δημόσιου σχεδιασμού, βασισμένου σε δημόσια, επαρκή και αξιόπιστα δεδομένα, επιστημονικές αρχές και γνώση, ευρεία δημόσια συμμετοχή, και καθοδηγούμενου από το συλλογικό όραμα της κάθε τοπικής κοινωνίας, περιφέρειας και της χώρας. Η διαδικασία αυτή θα αναδείξει τις επιθυμητές οικονομικές δραστηριότητες και χρήσεις των πόρων που είναι προσαρμοσμένες στις τοπικές ιδιατερότητες. Σ΄ αυτή τη βάση, θα αναζητηθούν τα αναγκαία μέτρα που πρέπει να χρηματοδοτηθούν (υπό μορφή και, αλλά όχι αποκλειστικά, επιδοτήσεων) συντονισμένα και εναρμονισμένα για να επιτευχθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα σε βάθος χρόνου.

Όμως, η εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να επιτευχθεί ουσιαστική αναμόρφωση των στρεβλών επιδοτήσεων στα πλαίσια δημόσιου σχεδιασμού και να φέρει τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα είναι η αναμόρφωση των στρεβλών αντιλήψεων και των συνηθειών που αφορούν τόσο τις επιδοτήσεις όσο και το δημόσιο σχεδιασμό.

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. EEA (2005) Sustainable use and management of natural resources. EEA Report No 9/2005, European Environment Agency, Copenhagen.
2. EEB (2004) NGO Guidelines for promoting National Reforms of Environmentally Harmful Subsidies (EHS). European Environment Bureau, Brussels.
3. IISD (2006) The Global Subsidies Initiative, Questions and Answers (http://www.globalsubsidies.org/rubrique.php3?id_rubrique=22)
4. James, A., Gaston, J. and A. Balmford (1999) Balancing the Earth's Accounts. Nature, Vol. 401 (23 September).
5. Καπετανάκη-Μπριασούλη, Ε. Το ανέφικτο του δημόσιου σχεδιασμού στην Ελλάδα. Ελευθεροτυπία, 4/7/2006, Ecocrete 29/7/2006.
6. Myers, N. and J. Kent (2001) Perverse Subsidies: How Tax Dollars Can Undercut the Environment and the Economy. Island Press, Washington, DC.
7. OECD (1998), Improving the Environment through Reducing Subsidies, Part I: Summary and Conclusions, Paris.
8. OECD (2002) Environmentally Harmful Subsidies: Policy Issues and Challenges. Proceedings, OECD Workshop on Environmentally Harmful Subsidies, 7-8 November, 2002, Paris.
9. Ornat, A.L and S.J. Caballero (2006) Sustainable financing sources for Protected Areas in the Mediterranean. IUCN conference "Finance Sources for Protected Areas in the Mediterranean", 29-31 January 2006, Seville. http://www.iucn.org/places/medoffice/cd_finance/docs/resume_pa_finance_en.pdf
10. Pearce, D. (2002) Environmentally Harmful Subsidies: Barriers to Sustainable Development. Paper presented at the OECD Workshop on Environmentally Harmful Subsidies, Paris, 7-8 November, 2002, Paris.
11. Sizer, N. et al. (2000) Perverse habits: The G8 and subsidies that harm forests and economies. WRI Press, ISBN: 1-56973-456-9.
12. WWF (2006) WWF blames the EU for perverse subsidies. WWF, News and Publications, 30/3/2006. http://www.panda.org/about_wwf/what_we_do/policy/policy_and_events/cbd/news/index.cfm?uNewsID=65320

Ελένη Καπετανάκη-Μπριασούλη, Καθηγήτρια
Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Λέσβος